αρτάβη

αρτάβη
ἀρτάβη, η (Α)
είδος περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. 'rdb και το μτγν. βαβυλ. αrdαbu. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη η λ. είναι αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. *ŗd--. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και μάλιστα πριν επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτάβη — artaba fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτάβῃ — ἀρτάβη artaba fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτάβαι — ἀρτάβη artaba fem nom/voc pl ἀρτάβᾱͅ , ἀρτάβη artaba fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρταβῶν — ἀρτάβη artaba fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτάβην — ἀρτάβη artaba fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτάβης — ἀρτάβη artaba fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιάρταβος — ἡμιάρταβος, ον (Α) πάπ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μισή αρτάβη*(«ημιάρταβον μέτρον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτάβα — ἀρτάβᾱ , ἀρτάβη artaba fem nom/voc/acc dual ἀρτάβᾱ , ἀρτάβη artaba fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτάβας — ἀρτάβᾱς , ἀρτάβη artaba fem acc pl ἀρτάβᾱς , ἀρτάβη artaba fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • артавас — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. вин. п. мн. ч. греч. ἁρτάβη, которое в… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”